- φαρμακευτρια
- φαρμακεύτριαφαρμᾰκεύτριαἥ волшебница, колдунья (заглавие 2-ой идиллии Феокрита)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμακεύτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύτρια — η η γυναίκα που φαρμακεύει, που ετοιμάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη (ή και μαγικά) φάρμακα, δηλητηριάστρια: Είναι στη φυλακή τώρα η φαρμακεύτρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακεύτρια — η, ΝΜΑ βλ. φαρμακευτής … Dictionary of Greek
φαρμακευτρίαις — φαρμακεύτρια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύτριαι — φαρμακεύτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακεύτριαν — φαρμακεύτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LACERTA — an a lacerando, an quod pedes habet lacertis humani brachii similes, Graece σαῦρα, notum reptile est, hominis amicitiâ, et antipathiâ serpentis, unde et ὀφιομάχου accepit nomen. Sed et lacertae immicissimum genus cochleis, ut ait Plin. l. 8. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur … Hofmann J. Lexicon universale
φαρμάκτρια — ἡ, Μ αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα τρία (πρβλ. διώκ τρια)] … Dictionary of Greek
φαρμακίστρια — ἡ, Α φαρμακεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα τρια πιθ. μέσω αμάρτυρου *φαρμακίζω] … Dictionary of Greek
φαρμακευτής — ο, θηλ. φαρμακεύτρια, ΝΜΑ [φαρμακεύω] αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα νεοελλ. φαρμακοποιός αρχ. το θηλ. τίτλος τού β ειδυλλίου τού Θεόκριτου … Dictionary of Greek